- ιστολογικός
- -ή, -όανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστολογία («ιστολογική εξέταση»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histologique < histologie (πρβλ. ιστολογία) + -ique (πρβλ. -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Σπυρ. Μαυρογένη].
Dictionary of Greek. 2013.